ραδινός

ραδινός
-ή, -ό / ῥαδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, -ή, -όν και αιολ. τ. βραδινός, -ίνα, -ον, Α
(για μέλη τού σώματος και για πρόσ.)
1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ.
β. «στεφανώματα δ' εἴσω εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ Λάκαινα κόρη», Θεόγν.)
2. ευλύγιστος
αρχ.
1. λεπτός και επιμήκης («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», Ομ. Ιλ.)
2. (για κίονα) ευμεγέθης
3. απαλός, τρυφερός
4. μτφ. ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. ῥαδ-ινός / βράδ-ινος (πρβλ. πυκ-ινός) εμφανίζει τους παράλληλους τ. ῥαδ-ανός (πρβλ. πιθ-ανός) και ῥαδ-αλός (πρβλ. τροφ-αλός) και επίσης με φωνηεντισμό -ο- τον τ. ῥοδανός (πρβλ. ῥοδάνη, ῥοδανίζω). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό περι-ρρηδής* «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. *ῥῆδος. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη εναλλαγή φωνηεντισμού α/ο/η. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. τόσο με την ΙΕ ρίζα *wer- «στρίβω, λυγίζω» όσο και με τη λ. ῥάδαμνος «βλαστός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥαδινός — slender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραδινός — ή, ό λεπτοκαμωμένος, λυγερός: Μερικοί από τους νέους που γυμνάζονται έχουν σώμα ραδινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαδινά — ῥαδινός slender neut nom/voc/acc pl ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc/acc dual ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινώτερον — ῥαδινός slender adverbial comp ῥαδινός slender masc acc comp sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινῶν — ῥαδινός slender fem gen pl ῥαδινός slender masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινόν — ῥαδινός slender masc acc sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινώτατον — ῥαδινός slender masc acc superl sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδιναῖς — ῥαδινός slender fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδιναί — ῥαδινός slender fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινοῖο — ῥαδινός slender masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”